ταχυσφυγμία

ταχυσφυγμία
η, Ν
ιατρ. υπερβολική αύξηση τής συχνότητας τού σφυγμού, που αποτελεί εκδήλωση ταχυκαρδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -σφυγμία (< σφυγμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταχυσφυγμία — η ταχυκαρδία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …   Dictionary of Greek

  • συχνοσφυγμία — η, Ν ιατρ. (ορθτ. όρος αντί ταχυσφυγμία) η αύξηση τής συχνότητας τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + σφυγμός] …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”